αεριος

αεριος
    ἀέριος
    (ᾱ), эп.-ион. ἠέριος 2 и 3
    1) воздушный
    

(φύσις, ζῷα Arst., Plut., Luc.; γένος, sc. τῶν δαιμόνων Plat.)

    2) туманный
    

(γᾶ sc. Αἰγύπτου Aesch.)

    ἀέριον σκότον ὄμμασι βαλών Eur. — набросив на глаза (свои) темный туман, т.е. ослепив себя

    3) поднятый
    

ἀ. κρότος ποδῶν Eur. — топот поднимающихся (при пляске) ног;

    ἠερίη πέτρα Anth. — уходящая ввысь скала

    4) окутанный (предрассветным) туманом, утренний
    

ἦλθον ἠέριοι Hom. — они пришли на рассвете

    5) уходящий в туманную даль, т.е. бескрайний
    

ἄμμου μέγεθος ἀέριον Diod. — бесконечные пески


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αεριος" в других словарях:

  • Ἀέριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέριος — ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc nom sg ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) …   Dictionary of Greek

  • ἠέριον — ἀέριος misty masc/fem acc sg (ionic) ἀέριος misty neut nom/voc/acc sg (ionic) ἠέριος misty masc acc sg ἠέριος misty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίοις — Ἀέριος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίου — Ἀέριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίους — Ἀέριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίως — Ἀέριος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίῳ — Ἀέριος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»